- αὐχήν
- ὁ αὐχήν, αὐχένος затылок, шея (ср. τράχηλος)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
αὐχήν — neck masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχήν — ο βλ. αυχένας … Dictionary of Greek
αὐχένα — αὐχήν neck masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχένας — αὐχήν neck masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχένες — αὐχήν neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχένι — αὐχήν neck masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχένος — αὐχήν neck masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχένων — αὐχήν neck masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχέσι — αὐχήν neck masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχέσιν — αὐχήν neck masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek